- ολιγόρριζος
- ὀλιγόρριζος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει λίγες ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + -ρριζος (< ρίζα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀλιγόρριζος — with few roots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόρριζον — ὀλιγόρριζος with few roots masc/fem acc sg ὀλιγόρριζος with few roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγόρριζα — ὀλιγόρριζος with few roots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek